- καταλερώνω
- καταλέρωσα, καταλερώθηκα, καταλερωμένος, λερώνω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ: Έβαφε την πόρτα και καταλερώθηκε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταλερώνω — [κατάλερος] 1. λερώνω κάτι ή κάποιον πάρα πολύ, καταβρομίζω 2. μτφ. καταισχύνω, κατασπιλώνω, καταντροπιάζω … Dictionary of Greek
καταρρυπαίνω — (AM καταρρυπαίνω) 1. λερώνω κάτι πολύ, καταλερώνω 2. κηλιδώνω, σπιλώνω («ταῑς κατηγορίαις ταύταις καταρρυπανεῑν τὰς τῆς πόλεως εὐεργεσίας», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek
κατασπιλώνω — (Α κατασπιλῶ, όω) [κατάσπιλος] 1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω 2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον … Dictionary of Greek